ἀνήλιπος
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English (LSJ)
Dor. ἀνάλ-, ον,
A barefoot, v.l. for νήλιπος, Theoc.4.56.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήλῐπος: Δωρ. ἀνάλ-, ον, ἄνευ πεδίλων, ἀνυπόδητος, γυμνόπους, «’ξυπόλυτος», Θεόκρ. 4. 56· πρβλ. νήλιπος, νηλίπους (ἐκ τοῦ ἦλιψ, καθ’ ἃ λέγεται, ὅπερ ἦν Δωρικὸν πέδιλον).
Greek Monolingual
ἀνήλιπος, -ον (Α)
ανυπόδητος, ξυπόλητος
βλ. νήλιπος.