κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
-ουν
αυτός που έχει το χρώμα του καρβούνου, μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + -χρους < χρώς. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].