ανθρωπονομικός

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

ἀνθρωπονομικός, -ή, -όν (το θηλ. και το ουδ. του επιθέτου απαντά στον Πλάτωνα) (Α)
ανθρωπονομική (τέχνη)
η τέχνη, η ικανότητα να ποιμαίνει, να διατρέφει και να κυβερνά κανείς τους ανθρώπους
«τῆς ἀνθρωπονομικῆς δηλωθείσης τέχνης», «μέρος ἀνθρωπονομικῆς», «τὸ δ' ἀπὸ τούτου τμῆμα, ἐπὶ ποίμνη δίποδι μέρος ἀνθρωπονομικὸν ἔτι λειφθὲν μόνον».