ἀνθρωποφθόρος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A destroying men, gloss on βροτολοιγός, Sch.Il.5.31.
German (Pape)
[Seite 235] Menschen verderbend, Sp., Hesych. auch φθορεύς.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποφθόρος: -ον, (φθείρω) ὁ φθείρων, δηλ. ὁ καταστρέφων ἀνθρώπους, πρὸς ἐξήγησιν τοῦ βροτολοιγός, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 31.
Spanish (DGE)
-ον
destructor de hombres epít. de Ares, glos. a βροτολοιγός EM 214.57G., Hsch.s.u. βροτολοιγέ.
Greek Monolingual
ἀνθρωποφθόρος, -ον (Μ)
αυτός που καταστρέφει τους ανθρώπους.