οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
-η, -ο (AM ἀνόθευτος, -ον)1. αυτός που δεν έχει υποστεί νοθεία, αγνός, καθαρός2. μτφ. γνήσιοςαρχ.«ἀνόθευτος γάμος» (Αριστοτέλης)αυτός που δεν βαρύνεται με μοιχεία.