αντεισφέρω
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
Greek Monolingual
ἀντεισφέρω (Α)
1. κάνω εισφορά αντί άλλης που δαπανήθηκε
2. εισάγω κάτι νέο σε αντικατάσταση άλλου παλαιού.