ανομοίωση
From LSJ
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
Greek Monolingual
η (Α ἀνομοίωσις, -εως)
νεοελλ.
στη γλωσσολογία, το αντίθετο της αφομοιώσεως, γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο δύο γειτονικοί φθόγγοι όμοιοι ή συγγενείς τείνουν να διαφοροποιηθούν με μεταβολή του ενός κατόπιν επιδράσεως του άλλου
αρχ.
η έλλειψη ομοιότητας.