ανομοίωση

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀνομοίωσις, -εως)
νεοελλ.
στη γλωσσολογία, το αντίθετο της αφομοιώσεως, γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο δύο γειτονικοί φθόγγοι όμοιοι ή συγγενείς τείνουν να διαφοροποιηθούν με μεταβολή του ενός κατόπιν επιδράσεως του άλλου
αρχ.
η έλλειψη ομοιότητας.