αντιβολώ

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2

Greek Monolingual

ἀντιβολῶ (-έω) (AM)
παρακαλώ, ικετεύω
αρχ.
1. συναντώ κάποιον στη μάχη
2. είμαι παρών σε κάτι
3. λαμβάνω μέρος σε κάτι
4. (για πράγμα) πέφτω στον κλήρο κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + βολέω < βόλος < βάλλω].