αντιγόνο

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät

Menander, Monostichoi, 311

Greek Monolingual

το
βιολ. ξένη ουσία που, εισερχόμενη στον οργανισμό, προκαλεί τον σχηματισμό αντισωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντί- + -γόνος (< γίγνομαι). Αντιδάνειο, πρβλ. γαλλ. antigene].