αντιγόνο
From LSJ
Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
το
βιολ. ξένη ουσία που, εισερχόμενη στον οργανισμό, προκαλεί τον σχηματισμό αντισωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντί- + -γόνος (< γίγνομαι). Αντιδάνειο, πρβλ. γαλλ. antigene].