ανοσία

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀνοσία)
το να μην πάσχει κανείς από κάποια νόσο, το να έχει υγεία
νεοελλ.
η ικανότητα του οργανισμού να αντιστέκεται ή να ξεπερνά μια μικροβιακή ή παρασιτική εισβολή.