αντιδρώ
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
Greek Monolingual
(Α ἀντιδρῶ, -άω)
νεοελλ.
1. δρω, ενεργώ εναντίον των ενεργειών άλλου, εναντιώνομαι
2. (ψυχολ.) απαντώ σε ερέθισμα
αρχ.
1. δρω εναντίον κάποιου
2. αντιπληρώνω.