άντε

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353

Greek Monolingual

επιφών.
1. (παρακελευσματικό)
άιντε
2. (ειρωνικά ή περιφρονητικά) «άντε!», «καλέ άντε» ή «καλέ άντες»!
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άντε κατά συγκοπή του άιντε].