αντιπράσσω
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
Greek Monolingual
ἀντιπράσσω κ. (αττ. τ.) -ττω κ. ιων. τ. -πρήσσω (Α)
1. ενεργώ εναντίον κάποιου
2. ενεργώ διαφορετικά
3. εναντιώνομαι σε κάτι, αντικρούω κάτι
4. (η μτχ. ως ουσ.) ὁ ἀντιπρήσσων
ο αντίπαλος.