ἀνύμφευτος
English (LSJ)
ον,
A unwedded, S.El.165 (lyr.); ματρὸς ἔχοντες ἀ. γονάν born of an ill marriage, Id.Ant.980, v. Sch.: transf. of things, κάρηνον (of Zeus), Nonn.D.46.48, cf. 20.155,al.
German (Pape)
[Seite 266] unvermählt, Soph. El. 166; κόραι Lycophr. 1133; von der Flasche, M. Arg. 18 (IX, 229); – γονή, Geburt aus einer unglücklichen Ehe, Soph. Ant. 966.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνύμφευτος: -ον, ὁ μὴ νυμφευθείς, ἄγαμος, ἀνύμφευτος αἰὲν οἰχνῶ, ἄγαμος ἀεὶ περιέρχομαι, Σοφ. Ἠλ. 165· ματρὸς ἔχοντες ἀν. γονάν; γεννηθέντες ἐξ ὀλεθρίου γάμου τῆς μητρός, ὁ αὐτ. Ἀντ. 980· ἴδε Σχόλ. - Ἐπίρρ. -τως, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non marié;
2 né hors mariage, illégitime, incestueux.
Étymologie: ἀ, νυμφεύω.
Spanish (DGE)
-ον
1 solterode Electra, S.El.165, κόραι Lyc.1153
•fig. κάρηνον ἀ. cabeza no casada de Zeus, de la que nació Atenea, Nonn.D.46.48, ἀνυμφεύτοισι δόμοις ἐφυλάσσετο κούρη la doncella era guardada en un palacio no casado e.d., la doncella no casada era guardada en palacio Nonn.D.20.155.
2 que no proviene de matrimonio de donde infausto γονά S.Ant.980.
Greek Monolingual
κ. ανύφευτος, -η, -ο (AM ἀνύμφευτος, -ον)
άγαμος, ανύπαντρος («εδώ κοιμάτ' αφέντης μας τ' όμορφο παλληκάρι τ' όμορφο και τ' ανύφευτο, μόν' αρραβωνιασμένο», Δημοτικό
«Χαῑρε, Νύμφη ἀνύμφευτε», προσφώνηση της Θεοτόκου στον Ακάθιστο Ύμνο
«ἀνύμφευτος αἰὲν οἰχνῶ», Σοφ., Ηλέκτρα).