αντιστροφή

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

η (Α ἀντιστροφή)
1. σύστημα στίχων σε χορικό αρχαίου δράματος το οποίο βρίσκεται σε μετρική και ρυθμική αντιστοιχία με το προηγούμενο σύστημα, τη στροφή
2. αμοιβαία μεταβολήαντιστροφή των όρων», «αντιστροφή της αναλογίας»)
νεοελλ.
στροφή προς την αντίθετη κατεύθυνση
αρχ.
1. η στροφή, η κίνηση των χορευτών ενός χορικού άσματος προς κατεύθυνση αντίθετη από την προηγούμενη
2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο δύο κώλα μιας περιόδου τελειώνουν με την ίδια λέξη.