αξιοθρήνητος
From LSJ
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
Greek Monolingual
-η, -ο
1. ο άξιος θρήνου
2. ο αξιολύπητος, ο ελεεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + θρηνώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1689 στον Ηλία Μηνιάτη].