αξίζω

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source

Greek Monolingual

άξιος
Ι. 1. έχω χρηματική αξία, στοιχίζω, κοστίζω
2. (για πράγματα ή πνευματικές δημιουργίες) είμαι καλός στο είδος μου, συγκεντρώνω πλεονεκτήματα
3. (για πρόσωπα) α) είμαι ηθικά και πνευματικά ανώτερος, συγκεντρώνω αρετές
β) είμαι ικανός, έχω αναγνωρισμένα προσόντα
4. φρ. α) «αξίζω κάτι καλύτερο» — μου πρέπει, μου αρμόζει κάτι καλύτερο
β) «αξίζεις πολλά για μένα» — μου είσαι εξαιρετικά προσφιλής, παίζεις σημαντικό ρόλο στη ζωή μου, μου προσφέρεις πολλά
II. απρόσ. αξίζει
1. φρ. α) «σου αξίζει αυτή η θέση» — σου πρέπει, ανταποκρίνεται στην αξία σου ή στην προσφορά σου
β) «σου άξιζε αυτό που έπαθες» — δίκαια το έπαθες
γ) «αξίζει τον κόπο» — είναι αξιόλογο, σημαντικό ή συμφέρει.