αξίζω
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
Greek Monolingual
άξιος
Ι. 1. έχω χρηματική αξία, στοιχίζω, κοστίζω
2. (για πράγματα ή πνευματικές δημιουργίες) είμαι καλός στο είδος μου, συγκεντρώνω πλεονεκτήματα
3. (για πρόσωπα) α) είμαι ηθικά και πνευματικά ανώτερος, συγκεντρώνω αρετές
β) είμαι ικανός, έχω αναγνωρισμένα προσόντα
4. φρ. α) «αξίζω κάτι καλύτερο» — μου πρέπει, μου αρμόζει κάτι καλύτερο
β) «αξίζεις πολλά για μένα» — μου είσαι εξαιρετικά προσφιλής, παίζεις σημαντικό ρόλο στη ζωή μου, μου προσφέρεις πολλά
II. απρόσ. αξίζει
1. φρ. α) «σου αξίζει αυτή η θέση» — σου πρέπει, ανταποκρίνεται στην αξία σου ή στην προσφορά σου
β) «σου άξιζε αυτό που έπαθες» — δίκαια το έπαθες
γ) «αξίζει τον κόπο» — είναι αξιόλογο, σημαντικό ή συμφέρει.