αοιδός

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source

Greek Monolingual

ο, η (Α ἀοιδός) αείδω
1. ο συνθέτης και εκτελεστής ασμάτων, κυρίως επικών
2. ο τραγουδιστής, θηλ. η τραγουδίστρια, νεοελλ. κυρίως του λυρικού θεάτρου, της όπερας
αρχ.
1. αυτός που θεραπεύει με επωδούς, ο εξορκιστής
2. θηλ. η τραγουδίστρια
αποδίδεται στο αηδόνι (Ησίοδος), στη Σφίγγα (Σοφοκλής), στη Μούσα (Ευριπίδης, Θεόκριτος)
3. ο αοίδιμος
4. ως επίθ. μελωδικός, αρμονικός.