ἀπεικασμός
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
ὁ,
A representation, Porph.Abst.4.7.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
representación Porph.Abst.4.7, cf. Epiph.Const.Haer.76.3.
Greek Monolingual
ἀπεικασμός, ο (AM)
αναπαράσταση, αντίγραφο.