αποδέκτης

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

ο (AM ἀποδέκτης) αποδέχομαι
αυτός που αποδέχεται κάτι, ο παραλήπτης
νεοελλ.
υπόγειος χώρος, υπόνομος όπου ρίχνονται απόβλητα ή απορρίμματα
αρχ.
αποδέκτης και διαχωριστής προσόδων του δημοσίου, που καταπιανόταν επίσης με φορολογικές αμφισβητήσεις.