διαχωριστής
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
διαχωριστοῦ, ὁ, separator, Glossaria.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
árbitro Sch.A.Th.941c
•δ.· separator, Gloss.2.276.
Greek (Liddell-Scott)
διαχωριστής: -οῦ, ὁ, ὁ διαχωρίζων, διαιρῶν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο (Μ διαχωριστής)
αυτός που διαχωρίζει
νεοελλ.
πλάκα κυψέλης μελισσών, από ξύλο, λευκοσίδηρο ή χαρτόνι.