διαχωριστής

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχωριστής Medium diacritics: διαχωριστής Low diacritics: διαχωριστής Capitals: ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: diachōristḗs Transliteration B: diachōristēs Transliteration C: diachoristis Beta Code: diaxwristh/s

English (LSJ)

διαχωριστοῦ, ὁ, separator, Glossaria.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
árbitro Sch.A.Th.941c
δ.· separator, Gloss.2.276.

Greek (Liddell-Scott)

διαχωριστής: -οῦ, ὁ, ὁ διαχωρίζων, διαιρῶν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Μ διαχωριστής)
αυτός που διαχωρίζει
νεοελλ.
πλάκα κυψέλης μελισσών, από ξύλο, λευκοσίδηρο ή χαρτόνι.