αποβίβαση

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
η έξοδος ή η εκφόρτωση από το πλοίο στην προκυμαία ή από άλλο συγκοινωνιακό μέσο σε κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποβιβάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία].