αποθαρρύνω
From LSJ
Greek Monolingual
(Α ἀποθαρρύνω) θαρρύνω
νεοελλ.
προκαλώ σε κάποιον αποθάρρυνση, τον αποκαρδιώνω
αρχ.
ενθαρρύνω, παροτρύνω.
(Α ἀποθαρρύνω) θαρρύνω
νεοελλ.
προκαλώ σε κάποιον αποθάρρυνση, τον αποκαρδιώνω
αρχ.
ενθαρρύνω, παροτρύνω.