αποκήρυξη

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

η (AM ἀποκήρυξις, -εως) αποκηρύσσω
1. απάρνηση, αποκλήρωση τέκνου
2. εκκλ. αφορισμός, αναθεματισμός
νεοελλ.
1. η απάρνηση από κάποιον αυτών που αποδεχόταν προηγουμένως
2. (νομ.) δικαστική πράξη με την οποία ο πατέρας αρνείται την πατρότητα των τέκνων, αποκλήρωση
αρχ.
η δημόσια αναγγελία.