πατρότητα

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370

Greek Monolingual

η / πατρότης, ΝΜΑ πατήρ, πατρός]
το να είναι κανείς πατέρας, η ιδιότητα του πατέρα, η κατά φύση σχέση του πατέρα προς τα τέκνα
νεοελλ.
1. (νομ.) η ιδιότητα και σχέση μεταξύ του πατέρα και του τέκνου και τα σχετικά δικαιώματα και υποχρεώσεις τα οποία πηγάζουν ή από τη φύση (φυσική πατρότητα) ή από νομική πράξη (ποιητή πατρότητα ή υιοθεσία)
2. μτφ. η ιδιότητα του δημιουργού ή του επινοητή ή του συντάκτη που πρώτος δημιούργησε ή επινόησε ή ανακάλυψε κάτι (α. «η πατρότητα του έργου» β. «η πατρότητα της ιδέας»)
3. φρ. «πατρότητα τέκνου» — η γνησιότητα του τέκνου από την πλευρά του πατέρα, που η απόδειξή της επιδιώκεται με διάφορες μεθόδους και ιδίως με τον προσδιορισμό της ομάδας αίματος του πατέρα, της μητέρας και του τέκνου.