αποξένωση
From LSJ
ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society
Greek Monolingual
η (AM ἀποξένωσις)
νεοελλ.
το να καθίσταται ή να θεωρείται κάποιος ξένος
αρχ.-μσν.
ο αποχωρισμός
αρχ.
η διαμονή σε ξένο τόπο.
ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society
η (AM ἀποξένωσις)
νεοελλ.
το να καθίσταται ή να θεωρείται κάποιος ξένος
αρχ.-μσν.
ο αποχωρισμός
αρχ.
η διαμονή σε ξένο τόπο.