αποσύνθεση
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Greek Monolingual
η
1. διάλυση, διαχωρισμός ενός σύνθετου πράγματος στα συνθετικά του
2. ο μετασχηματισμός των νεκρών οργανισμών σε απλούστερες ουσίες ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν από άλλους οργανισμούς
3. χημική αντίδραση κατά την οποία μια χημική ένωση μετατρέπεται σε απλούστερες ενώσεις ή στα στοιχεία της
4. έλλειψη συνοχής και πειθαρχίας ενός οργανωμένου συνόλου προσώπων
5. διαφθορά, ακολασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποσυνθέτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 από τον Δημ. Νίτσο στο περιοδικό Ερμής οΛόγιος].