αποτροπή

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀποτροπή) αποτρέπω. 1. απομάκρυνση κάποιου κακού, παρεμπόδιση, αποσόβηση
2. συγκράτηση, μετάπειση
3. στρατιωτική στρατηγική σύμφωνα με την οποία μια μεγάλη δύναμη χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την απειλή μιας άμεσης και συντριπτικής αντεπίθεσης προκειμένου να αποκλείσει από τις εναλλακτικές δυνατότητες του αντιπάλου την πυρηνική αντεπίθεση