αποτινάζω
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
Greek Monolingual
κ. -τινάσσω (AM ἀποτινάσσω)
1. τινάζω, πετώ μακριά κάτι
2. απομακρύνω, απαλλάσσομαι από κάτι ανεπιθύμητο
νεοελλ.
τελειώνω το τίναγμα
(αρχ.-μσν) (-ομαι) απομακρύνω από τον εαυτό μου τα άχρηστα.