αποφοιτώ

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

(AM ἀποφοιτῶ, -άω)
διακόπτω ή σταματώ τη φοίτηση μου
νεοελλ.
συμπληρώνω τις σπουδές μου
μσν.
φεύγω προς κάποια κατεύθυνση
αρχ.
1. σταματώ τις ακροάσεις μου, δεν παρακολουθώ πια τα μαθήματα του δασκάλου μου
2. σταματώ να πηγαίνω στο σχολείο
3. δεν συχνάζω πια κάπου, κρατιέμαι μακριά.