ἀπροθυμία
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
ἡ,
A want of readiness, Suid. s.v. ἀρρωστία.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροθυμία: ἡ, ἔλλειψις προθυμίας, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀρρωστία.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
despreocupación, displicencia, SB 4317.5 (II/III d.C.) en BL 7.183, Sud.s.u. ἀρρωστία.