απροσεξία
From LSJ
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
Greek Monolingual
η (AM ἀπροσεξία) απρόσεκτος
1. έλλειψη προσοχής, αφηρημάδα
2. απερισκεψία
νεοελλ.
το σφάλμα που προκύπτει από την έλλειψη προσοχής.