ἀπτόητος

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπτόητος Medium diacritics: ἀπτόητος Low diacritics: απτόητος Capitals: ΑΠΤΟΗΤΟΣ
Transliteration A: aptóētos Transliteration B: aptoētos Transliteration C: aptoitos Beta Code: a)pto/htos

English (LSJ)

poet. ἀπτοίητος, ον,

   A undaunted, LXXJe.26(46).28, Nonn.D.22.355, Sch.Il.1.56, etc. Adv. -τως, θνῄσκειν Phalar.Ep. 103.2.

German (Pape)

[Seite 340] poet. ἀπτοίητος, unerschrocken.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπτόητος: ποιητ. ἀπτοίητος, ον, μὴ πτοούμενος, ἄφοβος, εἰς μόρον ἀπτοίητος ἑκούσιον εἶχε πορείην Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιθ΄, 88: ― Ἐπίρρ. -τως Φαλάριδ. Ἐπιστ. 103. Οὐσιαστ. ἀπτοησία, ἡ, Νείλου Ἐπιστ. 192 Βοασσ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπτόητος, -ον, Α κ. -πτοίητος) πτοώ
αυτός που δεν πτοείται, άφοβος, ατρόμητος.