αργά
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
Greek Monolingual
(Μ ἀργά) επίρρ. [[[αργός]] II]
1. σιγά, χωρίς βιασύνη
2. άκαιρα, παράκαιρα
3. το βραδάκι
4. μετά το πέρασμα μιας ορισμένης ώρας
5. σε προχωρημένη βραδινή ώρα
6. ως ουσ. το βράδι
7. φρ. α) «αργά ή γρήγορα» — κάποτε στο μέλλον αλλά εξάπαντος
β) «κάλλιο αργά παρά ποτέ» — είναι προτιμότερο να κάνει κάποιος το καλό παράκαιρα από το να μην το κάνει καθόλου.