ἀρίστευμα
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ατος, τό,
A = ἀριστεία, deed of prowess, Eust.115.14 (pl.), Gp.Praef.2 (pl.).
German (Pape)
[Seite 352] τό, = ἀριστεία, Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρίστευμα: τό, = ἀριστεία, ἔνδοξον κατόρθωμα, «ἔργοις καλλίστοις, καὶ τροπαίοις, καὶ νίκαις, καὶ τοῖς λοιποῖς ἀριστεύμασιν» Γεωπ. Προοίμ. 2, Εὐστ. 115. 14.
Spanish (DGE)
-ματος, τό hazaña Eust.115.14.
Greek Monolingual
ἀρίστευμα, το (Μ) αριστεύω
το κατόρθωμα, ο άθλος, το ανδραγάθημα.