άρηξις

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς → Visa re turpi cum aliis ne immisceas → Erlebst du eine Schandtat je, so lauf nicht mit

Menander, Monostichoi, 272

Greek Monolingual

ἄρηξις, η (Α) αρήγω
1. συνδρομή, βοήθεια
2. βοήθεια για αντιμετώπιση κάποιου πράγματος, μέσα αποφυγής, αποτροπής του.