αρμονικότητα

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source

Greek Monolingual

η και (-ότης)
1. η ιδιότητα του αρμονικού
2. το να έχει κάτι σχέση αρμονίας προς τον εαυτό του ή προς άλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρμονικός. Ο όρος αρμονικότης μαρτυρείται στον Ν. Σαλτέλη].