απόχρωση

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἀπόχρωσις)
βαθμιαία μετάβαση από βασικό χρώμα σε άλλο ή από σκούρο σε ανοιχτό
νεοελλ.
1. παραλλαγή βασικού χρώματος
2. «απόχρωση ήχου» — ήχος που έχει μικρή διαφορά από τον βασικό
3. «απόχρωση φωνής» — φωνή που έχει μικρή διαφορά από τη φυσική, την κανονική.