αρμεγός
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
ο
1. εκείνος που αρμέγει τα γαλακτοφόρα ζώα
2. δοχείο που χρησιμοποιείται στο άρμεγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είτε αρμεγός < αρμογός (με επίδραση του ρ. αρμέγω) < αρχ. αμολγός ή, κατ' άλλη άποψη, μεταρρηματικό παράγωγο του ρ. αρμέγω].