αρμεγός

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

Greek Monolingual

ο
1. εκείνος που αρμέγει τα γαλακτοφόρα ζώα
2. δοχείο που χρησιμοποιείται στο άρμεγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είτε αρμεγός < αρμογός (με επίδραση του ρ. αρμέγω) < αρχ. αμολγός ή, κατ' άλλη άποψη, μεταρρηματικό παράγωγο του ρ. αρμέγω].