ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
ο
1. εκείνος που αρμέγει τα γαλακτοφόρα ζώα
2. δοχείο που χρησιμοποιείται στο άρμεγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είτε αρμεγός < αρμογός (με επίδραση του ρ. αρμέγω) < αρχ. αμολγός ή, κατ' άλλη άποψη, μεταρρηματικό παράγωγο του ρ. αρμέγω].