αρχίδι
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
Greek Monolingual
το
1. όρχις
2. φρ. α) «γράφω στ' αρχίδια μου» — ή «στ' αρχίδια μου» — αδιαφορώ, περιφρονώ
β) «κάποιος ή κάτι μ' αρχίδια» — αυτός ή αυτό που διαθέτει σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά του είδους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ.-μτγν.) ορχίδιον (υποκορ. του όρχις). Το α- αντί του ο- από τον πληθ.: τα ορχίδια > τα'ρχίδια > τ'αρχίδια > τ'αρχίδι].