Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
ἀσελγαίνω (Α)-φέρομαι ακόλαστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασελγής (πρβλ. υγιής < υγι αίνω)].