ἀσπαρίζω
From LSJ
αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast
English (LSJ)
for σπαρίζω,
A = ἀσπαίρω, Arist.PA696a20, Resp.471b13.
German (Pape)
[Seite 373] = ἀσπαίρω, zappeln, von Fischen, Arist. part. anim. 4, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπαρίζω: ἀντὶ σπαρίζω, = ἀσπαίρω, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4. 13, 11.
Spanish (DGE)
jadear, agitarse convulsamente (οἱ ἰχθύες) ἐν τῷ ἀέρι ... φαίνονται ἀσπαρίζοντα ὥσπερ τὰ πνιγόμενα Arist.Iuu.471b13, cf. PA 696a20, Hsch.
Greek Monolingual
ἀσπαρίζω (Α)
ασπαίρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του ρ. ασπαίρω, από ένα ρηματικό θ. ασπαρ (πρβλ. ασκαρίζω: σκαίρω)].