αστρικός
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀστρικός, -ή, -όν) άστρον
αυτός που έχει σχέση με τ' άστρα ή που προέρχεται απ' αυτά
νεοελλ.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. η αστρική
1. η αστρολογία
2. η μοίρα του ανθρώπου
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. Ι. το αστρικό
1. το πεπρωμένο, το ριζικό
2. ο αστερισμός, το ζώδιο ενός ανθρώπου
3. η ανεμοθύελλα
4. τα αστρικά
τα στοιχεία της φύσης
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἀστρικός
ο αστρολόγος.