ασυμμάζευτος
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
Greek Monolingual
και -μάζωχτος και -μαζωτος, -η, -ο
1. αμάζευτος, ασύναχτος
2. ακατάστατος, απεριποίητος, ασυγύριστος
3. αυτός που δεν μπορεί να περιοριστεί, ο ασυγκράτητος.