ασυνειδησία

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337

Greek Monolingual

η (Α ἀσυνειδησία)
προσωρινή ή διαρκής απώλεια της συνείδησης
νεοελλ.
1. έλλειψη ευσυνειδησίας, αδιαφορία για ηθικές ή νομικές υποχρεώσεις
2. ενέργεια ασυνείδητη, κακοήθης πράξη.