ασφόδελος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
Greek Monolingual
και ασφοδελός, ο και ασφοδε(ί)λι, το (Α ἀσφόδελος)
το ποώδες φυτό ασφόδελος ο μικρόκαρπος, του οποίου όλα τα φύλλα είναι διατεταγμένα στη βάση του βλαστού και τα λευκά του λουλούδια σχηματίζουν τσαμπί (οικ. λειριίδαι)
Σύμφωνα με πολλούς συγγραφείς, ασφόδελοι καλύπτουν τα Ηλύσια Πεδία, τον τόπο των νεκρών κατά την ελληνική μυθολογία (πρβλ. «Διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι», Μαβίλης).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως].