ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
και ασφυχτικός, -ή, -ό
1. αυτός που προκαλεί ασφυξία, αποπνικτικός
2. ο σχετικός με την ασφυξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσφυκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].