ασφυκτικός

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

και ασφυχτικός, -ή, -ό
1. αυτός που προκαλεί ασφυξία, αποπνικτικός
2. ο σχετικός με την ασφυξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσφυκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].